- ἐμφερόμενος
- ἐμφέρωbearpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφέρω — ἐμφέρω (AM) αναφέρω, περιέχω, περιλαμβάνω αρχ. 1. φέρνω μέσα σε κάτι 2. εισφέρω, εισάγω 3. περιφέρομαι, βρίσκομαι, ζω κάπου 4. ενέχομαι 5. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐμφερόμενος ο ενδιαφερόμενος, το ενδιαφερόμενο μέρος … Dictionary of Greek